στικτοψαμμιτικός

στικτοψαμμιτικός
-ή, -ό, Ν
το ουδ. ως ουσ. το στικτοψαμμιτικό
γεωλ. υποδιαίρεση τού κατώτερου τριαδικού και τών αποθέσεών της στη Γερμανία, στην Πολωνία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία, όπου είναι γνωστή και με τις ονομασίες ψαμμίτης τών Βοσγίων, ποικιλόχρωμος ψαμμίτης και στικτός ψαμμίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”